- ἀμφίκρημνος
- ἀμφίκρημνοςhang roundmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίκρημνος — ἀμφίκρημνος, ον (Α) αυτός που έχει γκρεμούς ολόγυρα 1. επικίνδυνος, απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κρημνός] … Dictionary of Greek
ἀμφίκρημνον — ἀμφίκρημνος hang round masc/fem acc sg ἀμφίκρημνος hang round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικρήμνου — ἀμφίκρημνος hang round masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικρήμνους — ἀμφίκρημνος hang round masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκρημνα — ἀμφίκρημνος hang round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκρημνοι — ἀμφίκρημνος hang round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek